μιτροειδής

μιτροειδής
-ές
αυτός που μοιάζει με μίτρα («μιτροειδής βαλβίδα» — η βαλβίδα τής καρδιάς η οποία βρίσκεται μεταξύ αριστερού κόλπου και αριστεράς κοιλίας και εμποδίζει την παλινδρόμηση τού αίματος στον αριστερό κόλπο κατά τη συστολή τών κοιλιών).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίτρα (Ι) + -ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ποθητό Ψαρά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • μιτρώδης — μιτρώδης, ῶδες (Α) [μίτρα (Ι)] αυτός που μοιάζει με μίτρα, μιτροειδής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”